- επιστρώνομαι
- επιστρώνομαι, επιστρώθηκα, επιστρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προκατασκιρρούμαι — όομαι, Α 1. επιστρώνομαι με σκύρα εκ τών προτέρων 2. μτφ. σκληραίνω, παίρνω σταθερή διαμόρφωση από το χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασκιρ(ρ)οῦμαι «γίνομαι σκληρός, ξεραίνομαι, παλιώνω»] … Dictionary of Greek